- συνοψοφαγεω
- συνοψοφαγέωσυν-οψοφᾰγέωвместе объедаться
(συμμεθύσκεσθαι καὴ σ. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(συμμεθύσκεσθαι καὴ σ. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνοψοφαγοῦντος — συνοψοφαγέω to be gluttonous with others pres part act masc/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)